- υφηγητικος
- ὑφηγητικόςὑφ-ηγητικός3наставительный
(διάλογοι Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(διάλογοι Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑφηγητικός — fitted for guiding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφηγητικός — ή, ό / ὑφηγητικός, ή, όν, ΝΑ [ὑφηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφηγητή ή στην υφηγεσία αρχ. 1. ο κατάλληλος να καθοδηγεί, να κατευθύνει 2. φρ. «οἱ ὑφηγητικοι διάλογοι» (ενν. τού Πλάτωνος) οι ερμηνευτικοί, εξηγητικοί διάλογοι,… … Dictionary of Greek
υφηγητικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον υφηγητή ή την υφηγεσία (βλ. λ.), που είναι του υφηγητή: Υφηγητικό σύγγραμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑφηγητικωτέρων — ὑφηγητικός fitted for guiding fem gen comp pl ὑφηγητικός fitted for guiding masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητικόν — ὑφηγητικός fitted for guiding masc acc sg ὑφηγητικός fitted for guiding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητικοῖς — ὑφηγητικός fitted for guiding masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητικοί — ὑφηγητικός fitted for guiding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητικοῦ — ὑφηγητικός fitted for guiding masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητικωτέροις — ὑφηγητικός fitted for guiding masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητική — ὑφηγητικός fitted for guiding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητικῶς — ὑφηγητικός fitted for guiding adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)